- παραβάπτισμα
- παρα-βάπτισμα, τό, falsche Taufe
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παραβάπτισμα — τὸ, ΜΑ [παραβαπτίζω] αντικανονικό βάπτισμα, όπως είναι το βάπτισμα που τελεί αιρετικός ιερέας … Dictionary of Greek
παραφώτισμα — τὸ, Μ αιρετικό βάπτισμα, παραβάπτισμα, ψεύτικο φώτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φωτίζω] … Dictionary of Greek